- ἐλέγχεται
- ἐλέγχωdisgracepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
обличатисѧ — ОБЛИЧА|ТИСѦ (27), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Раскрываться, обнаруживаться, выявляться: въ онъ ‹д҃нь› страшъныи не прѣдъ ѥдинѣмь ни предъ дъвѣма. нъ вьсеи вьселенѣи зьрѧщи обли||чаѥтьсѧ. (παραδειγματίζεται) Изб 1076, 241 об.–242; провидѧше бо таина˫а ||… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
οπτικοακουστική εκπαίδευση — Συνοπτικός όρος που χαρακτηρίζει σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, που οι αρχές τους βρίσκουν εφαρμογή στην βιομηχανία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων, στις στρατιωτικές υπηρεσίες και στον τομέα των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Υλικά που θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Σιέρα Λεόνε — Aπό γεωλογική άποψη η Σιέρα Λεόνε ανήκει στην εκτεταμένη εκείνη περιοχή στις παρυφές της βόρειας Aφρικής που, μολονότι παρέμεινε ουσιαστικά έξω από τις μεγαλειώδεις συρρικνώσεις του Tριτογενούς, υπέστη διαδικασίες ανανέωσης και επηρεάστηκε από… … Dictionary of Greek
обличитисѧ — ОБЛИЧ|ИТИСѦ (35), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Раскрыться, обнаружиться, выявиться: или множицею ѡбличитсѧ ˫авѣ. ѡ грѣсѣ бывшее свѣдѣтельствο. (ἐλεγχϑῇ) КР 1284, 304; да не обличатьсѧ дѣла ихъ ˫ако же рече г(с)ь... да не ˫авѧтьсѧ его дѣла ˫ако не о б҃зѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)